συνάνθρωπος

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek (Liddell-Scott)

συνάνθρωπος: ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος ὤν, Εὐστ. Πονημάτ. 117. 57· συνανθρωπότης, ητος, ἡ, ἡ ἡνωμένη φύσις τοῦ ἀνθρώπου, Ἀναστ. Σιν. Bandin Bibl. Med. τ. 1, σ. 311C.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ ἄνθρωπος
ο πλησίον μας ως μέλος της ανθρώπινης κοινωνίας.