συναβολέω
English (LSJ)
aor. συνηβόλησα, meet, ἀλλήλοις Babr.61.3.
French (Bailly abrégé)
συναβολῶ :
se rencontrer avec.
Étymologie: σύν, ἀβολέω.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰβολέω: встречаться (τινι Babr.).
aor. συνηβόλησα, meet, ἀλλήλοις Babr.61.3.
συναβολῶ :
se rencontrer avec.
Étymologie: σύν, ἀβολέω.
συνᾰβολέω: встречаться (τινι Babr.).