встречаться
From LSJ
Russian > Greek
ἐπικυρέω, συμπίπτω, συναντιάζω, συνάντομαι, ἐντυγχάνω, ἐγκύρω, ἀντιβολέω, ἄντομαι, συναντάω, συναβολέω, συνηβολέω, συντυγχάνω, ἐπαντιάζω, συνέρχομαι, ἀντικύρω, ἐπιπίπτω, παραπίπτω, προσκυρέω, προσκύρω, ἐμμίγνυμι, συνθέω, συγκατατρέχω, ἐφέπω, ἐπέπω, συγκυρέω, σύνειμι, συμπίτνω, συμμίγνυμι, συρρήγνυμι, ἐμπίπτω, ἔπειμι, συνέχω, νεύω