συναπομαραίνομαι

English (LSJ)

Pass., fade away and die together, X.Smp.8.14; ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις Plu.Phil.18; of the pulse, Gal.8.479, Paul.Aeg.2.11.23.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-απομᾰραίνομαι tegelijk (met...) zwakker worden, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συναπομᾰραίνομαι: вместе увядать, угасать Xen.: τῷ σώματι или ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις σ. Plut. угасать вместе с телесными силами.

Greek Monolingual

Α ἀπομαραίνομαι
μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με κάτι άλλο (α. «τοῦ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν
β. «ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῦσιν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

συναπομᾰραίνομαι: Παθ., μαραίνομαι και πεθαίνω μαζί, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συναπομᾰραίνομαι: Παθ., μαραίνομαι καὶ ἐκλείπω ὁμοῦ, «τοῦ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκη καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι» Ξεν. Συμπ. 8. 14· τινι Πλουτ. Φιλοπ. 18.

Middle Liddell

Pass. to fade away and die together, Xen.