Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
v. συνδοκέω.
συνδόξαν: μτχ. ουδ. αορ. αʹ του συνδοκέω.