συνελθεῖν

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source

Greek Monotonic

συνελθεῖν: απαρ. αορ. βʹ του συνέρχομαι.