συνελών

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source

French (Bailly abrégé)

οῦσα, όν :
part. ao.2 de συναιρέω.

Greek Monolingual

-οῦσα, -όν, Α
φρ. «συνελόντι εἰπεῖν» — βλ. συναιρώ.

Greek Monotonic

συνελών: μτχ. αορ. βʹ του συναιρέω.

Russian (Dvoretsky)

συνελών: οῦσα, ον part. к συναιρέω.