συνεμπίμπρημι
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
Greek Monolingual
Α
καίω μαζί («συνεμπρῆσαι νεῶν πρῴρας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐμπίμπρημι «καίω, πυρπολώ»].
Greek Monotonic
συνεμπίμπρημι: μέλ. -πρήσω, καίω, κατακαίω μαζί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συνεμπίμπρημι:
1 помогать поджечь (νεῶν πρύμνας Eur.);
2 сжигать вместе (ἑαυτοὺς ταῖς οἰκίαις Plut.).