συνεπικλώ

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
μτφ. κλονίζω ταυτόχρονα («τῆς αἰσθήσεως συνεπικλώσης τὴν διάνοιαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικλῶ «κάμπτω, κλονίζω, συντρίβω»].