συνεταιρικός

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που πραγματοποιείται με συνέταιρο ή που ανήκει και αναφέρεται στον συνέταιρο («το μαγαζί είναι συνεταιρικό»).
επίρρ...
συνεταιρικώς και συνεταιρικά Ν
σε συνεταιρισμό, με συνεταιρισμό («δουλεύουν συνεταιρικά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνέταιρος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Αγγ. Βλάχου].