μαγαζί
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
το (Μ μαγαζί)
1. κατάστημα πώλησης διαφόρων αγαθών, εμπορικό κατάστημα ή εργαστήριο
2. αποθήκη
νεοελλ.
στον πληθ. τα μαγαζιά
η αγορά, ο τόπος όπου είναι συγκεντρωμένα πολλά εμπορικά καταστήματα ή εργαστήρια
μσν.
χώρος για φύλαξη χρήσιμων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. magazin, ιταλ. magazzino < αραβ. machāzin, πληθ. του machzan].