μαγαζί

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

το (Μ μαγαζί)
1. κατάστημα πώλησης διαφόρων αγαθών, εμπορικό κατάστημα ή εργαστήριο
2. αποθήκη
νεοελλ.
στον πληθ. τα μαγαζιά
η αγορά, ο τόπος όπου είναι συγκεντρωμένα πολλά εμπορικά καταστήματα ή εργαστήρια
μσν.
χώρος για φύλαξη χρήσιμων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. magazin, ιταλ. magazzino < αραβ. machāzin, πληθ. του machzan].