συνεχιστής

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνεχίστρια, Ν
αυτός που συνεχίζει κάτι («συνεχιστές τών παραδόσεων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεχίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Παύλο Λάμπρο].