συνοδοιπορώ

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source

Greek Monolingual

συνοδοιπορῶ, -έω, ΝΜΑ συνοδοιπόρος
ακολουθώ την ίδια πορεία με κάποιον, συμβαδίζω με κάποιον.