συνόψομαι

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476

French (Bailly abrégé)

f. de συνοράω.

Greek Monotonic

συνόψομαι: μέλ. του συνοράω.

Russian (Dvoretsky)

συνόψομαι: fut. к συνοράω.