συνᾶραι

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source

French (Bailly abrégé)

inf. ao. de συναίρω.

Greek Monotonic

συνᾶραι: απαρ. αορ. αʹ του συναίρω.

Russian (Dvoretsky)

συνᾶραι: inf. aor. к συναίρω.