συρματόσχοινο

Greek Monolingual

και συρματόσκοινο, το, Ν
σχοινί από δύο ή περισσότερα συνεστραμμένα χαλύβδινα σύρματα το οποίο χρησιμοποιείται σε πάρα πολλές περιπτώσεις, όπως για τη μεταβίβαση κίνησης, την ανέλκυση βαρών, την κίνηση ανελκυστήρων κ.ά. εφαρμογές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + σκοινί / σχοινί].