συχνοβλέπω

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469

Greek Monolingual

Ν
βλέπω ή συναντώ κάποιον ή κάτι συχνά.