σφουγγαρόπανο

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302

Greek Monolingual

το, Ν
χοντρό ύφασμα κατάλληλο για πλύσιμο και καθάρισμα πατώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγάρι + πανί].