σφραγιστήριο

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source

Greek Monolingual

το / σφραγιστήριον, ΝΑ σφραγιστήρ
νεοελλ.
1. δημόσια υπηρεσία όπου σφραγίζονται έγγραφα ή αντικείμενα
2. ο μικρός γλυπτός τύπος με τον οποίο σφραγίζονται οι λειτουργικοί άρτοι, αλλ. προσφορική σφραγίδα
αρχ.
αποτύπωμα σφραγίδας.