σφυγμόμετρο

From LSJ

ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland

Source

Greek Monolingual

το, Ν
όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της συχνότητας και της κανονικότητας τών σφυγμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. σφυγμόμετρον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].