σχετικώς

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source

Greek Monolingual

σχετικῶς ΝΜΑ, και σχετικά Ν
επίρρ. βλ. σχετικός.