θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
η, Νβιολ. η σχιζογένεση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizogamy (< σχίζω + -γαμία < -γαμος < γάμος)].