σχιζογαμία

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

η, Ν
βιολ. η σχιζογένεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizogamy (< σχίζω + -γαμία < -γαμος < γάμος)].