σχιζογαμία

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source

Greek Monolingual

η, Ν
βιολ. η σχιζογένεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizogamy (< σχίζω + -γαμία < -γαμος < γάμος)].