σχιζογένεση

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

η, Ν
βιολ. τύπος μονογονίας με πολλαπλή κατάτμηση, ο οποίος απαντά σε ορισμένους πολύχαιτους και ολιγόχαιτους δακτυλιοσκώληκες, καθώς και σε πλατυέλμινθες στροβιλιστικούς σάλπες κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizogenesis (< σχίζω + γένεση)].