σχολασμός

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Greek (Liddell-Scott)

σχολασμός: ὁ, αὐτὰ ἔλεγε καὶ σχολασμὸν δεν εἶχε, τελειωμὸν δὲν εἶχεν, Ἀκρ. ἔπος ἔκδ. Ἀντ. Μηλιαράκη στίχ. 2672.

Greek Monolingual

ὁ, Μ σχολάζω
σταμάτημα, τελειωμός («αὐτὰ ἔλεγε καὶ σχολασμὸν δὲν εἶχε», Διγεν. Ακρ.).