σωματίδιο
From LSJ
Greek Monolingual
το / σωματίδιον, ΝΜΑ σῶμα, σώματος]
νεοελλ.
1. ανατ. μικρό σώμα
2. φρ. α) «στοιχειώδη σωματίδια» — βλ. στοιχειώδης
β) «υποατομικά σωματίδια» — βλ. σωμάτιο
αρχ.
αποδεικτικό έγγραφο.
το / σωματίδιον, ΝΜΑ σῶμα, σώματος]
νεοελλ.
1. ανατ. μικρό σώμα
2. φρ. α) «στοιχειώδη σωματίδια» — βλ. στοιχειώδης
β) «υποατομικά σωματίδια» — βλ. σωμάτιο
αρχ.
αποδεικτικό έγγραφο.