σωσίκρεας

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

το, Ν
(φαρμ.) (παλαιότερα) κρεόζωτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωσι- (< σώζω, πρβλ. σωσίβιος) + κρέας. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. creosote (βλ. λ. κρεόζωτο) και μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].