σύγχρισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, ointment, salve, Dsc.1.99 (pl.), Philum. ap. Orib.45.29.46.

German (Pape)

[Seite 971] τό, Schmiere, Salbe, Sp., bes. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχρισμα: τό, χρῖσμα, ἀλοιφή, Διοσκ. 1. 131, Ὀρειβάσ. 67 Mai.

Spanish

ungüento

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ συγχρίω
αλοιφή.

Léxico de magia

τό ungüento μηκέτι χρῶ τῷ συγχρίσματι, ἀλλὰ ῥίψαντα εἰς ποταμὸν <χρὴ> χρᾶσθαι ya no uses el ungüento, sino que debes arrojarlo al río y pedir oráculo P IV 792