σύνολον
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Russian (Dvoretsky)
σύνολον: τό adv. в целом, вообще Plat., Dem.
τό целое, совокупность Plat., Arst.