σύντμηση

Greek Monolingual

η / σύντμησις, -ήσεως, ΝΜΑ συντέμνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συντέμνω, συντόμευση, σύμπτυξη, βράχυνση
2. συντομογραφία.