Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύμπτυξη

From LSJ

Greek Monolingual

η / σύμπτυξις, -ύξεως, ΝΜΑ συμπτύσσω
νεοελλ.
1. περιορισμός της έκτασης, πύκνωση (α. «σύμπτυξη της παράταξης» β. «η σύμπτυξη του μετώπου» γ. «η σύμπτυξη του κεφαλαίου»)
2. (αθλ.) η απόσυρση τών χεριών με τα δάκτυλα στους ώμους έπειτα από έκταση, προβολή ή ανάταση
3. μουσ. τεχνική διαφοροποίησης-παραλλαγής ενός μουσικού θέματος που καταφεύγει στη σμίκρυνση τών αξιώνδιαρκειών τών φθογγοσήμων κρατώντας συνήθως τον αναγνωρίσιμο χαρακτήρα του αρχικού ρυθμού
4. στρ. υποχώρηση, οπισθοχώρηση
μσν.-αρχ.
1. το να συμπτυχθεί, να διπλωθεί κάτι
2. η συγκέντρωση προς κάποιο σημείο.