σώστρια

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek (Liddell-Scott)

σώστρια: ἡ, θηλ. τοῦ σωτήρ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Θεοδώρου τοῦ Ὑρτακ.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
η σώτειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω + κατάλ. -τρια (πρβλ. θερίστρια)].