θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
σώστρια: ἡ, θηλ. τοῦ σωτήρ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Θεοδώρου τοῦ Ὑρτακ.
ἡ, Μη σώτειρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω + κατάλ. -τρια (πρβλ. θερίστρια)].