σώστρια

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek (Liddell-Scott)

σώστρια: ἡ, θηλ. τοῦ σωτήρ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Θεοδώρου τοῦ Ὑρτακ.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
η σώτειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω + κατάλ. -τρια (πρβλ. θερίστρια)].