τάστα

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
μουσ. τα σταθερά ή κινητά χωρίσματα του βραχίονα τών λαουτοειδών οργάνων.