τέταμαι

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de τείνω.

Greek Monotonic

τέτᾰμαι: Παθ. παρακ. του τείνω.

Russian (Dvoretsky)

τέτᾰμαι: pf. pass. к τείνω.