ταμπούρλο

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

το, Ν
1. μικρό τύμπανο
2. μουσ. το ταμπούρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tamburlo].