ταμπούρλο

From LSJ

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. μικρό τύμπανο
2. μουσ. το ταμπούρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tamburlo].