ταμών

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source

French (Bailly abrégé)

οῦσα, όν :
part. de ἔταμον, ao.2 de τέμνω.

Greek Monotonic

τᾰμών: Ιων. μτχ. αορ. βʹ του τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ταμών: οῦσα, όν part. aor. 2 к τέμνω.