ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
οῦσα, όν :part. de ἔταμον, ao.2 de τέμνω.
τᾰμών: Ιων. μτχ. αορ. βʹ του τέμνω.
ταμών: οῦσα, όν part. aor. 2 к τέμνω.