ταυρόνους
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
-ουν, και -οος, -οον, Μ
μτφ. αυτός που έχει μυαλό ταύρου, ανόητος, βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + νοῦς.