ταυρόνους

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, Μ
μτφ. αυτός που έχει μυαλό ταύρου, ανόητος, βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + νοῦς.