ταυτογενής

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ὁμογενής.