ὁμογενής
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
English (LSJ)
ὁμογενές,
A of the same race or of the same family, ζῷα Democr.164, cf. E.Or.244, Pl.Ti.18d; ὁ. ψυχά E.Ph.1291 (lyr.); ὁμογενὴ μιάσματα, of bloodshed in a family, Id.Med.1268 (lyr.): c. gen., ἀνδροκτόνου γυναικὸς ὁ. Trag.Adesp.358; ὁ. ἐμός E.IT 918; ἀμείνους τῶν ὁμογενῶν better than their fellows, Phld.Rh.1.223 S.
2 in Arist., τὰ ὁμογενῆ of the same genus, in regard to animals, congeners, GA715a23, al.: generally, of the same kind or of the same general character, Cat. 5b19, al., Epicur.Ep.1p.14U., Ti.Locr.99d; opp. ἑτερογενής, Demetr. Lac.Herc.1429.2; opp. ἀνομογενής, Stoic.2.81: c. gen., μανίας οὐχ ὁμογενῆ τὴν ὀργήν Phld.Ir.p.39 W.: c. dat., Epicur.Sent.18.
II sharing one brood with, S.OT1361 (lyr., ὁμολεχής Meineke).
German (Pape)
[Seite 333] ές, 1) von gleichem Geschlechte, blutsverwandt; Eur. Or. 244 Phoen. 1378 u. öfter; Plat. Tim. 18 d; Arist. u. Sp.; τινός, Luc. D. Mort. 23, 3. – 2) zugleich, mit erzeugend, Soph. O. R. 1362, ὁμ. δ' ἀφ' ὧν αὐτὸς ἔφυν τάλας.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 de même race ; τινος, de même race ou de même sorte que qqn ou qch;
2 de même sorte, semblable.
Étymologie: ὁμός, γένος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμογενής:
1 одного и того же рода, того же происхождения, родственный, родной: ὁ. ψυχή Eur. жизнь родного человека;
2 зоол. принадлежащий к одному и тому же роду Arst.;
3 филос. однородный, одной и той же категории: ὁμογενῆ τῶν ἐναντίων Arst. противоположности в пределах одного и того же рода;
4 происходящий внутри рода, семейный: ὁμογενῆ μιάσματα Eur. позор пролития родственной крови;
5 (об Эдипе), разделивший родительское ложе Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμογενής: -ές, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς γενεᾶς ἢ οἰκογενείας, Εὐρ. Ὀρ. 244, Πλάτ. Τίμ. 18D ὁμ. ψυχὴ Εὐρ. Φοίν. 1291· ὁμ. μιάσματα, φόνος ἔν τινι οἰκογενείᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1268· ― ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ., ὁμογενής τινος, συγγενής, Τράγ. παρὰ Πλουτ. 2. 35F· ὁμ. ἐμὸς Εὐρ. Ι. Τ. 918 2) ἐπὶ πραγμάτων, τοῦ αὐτοῦ γένους ἢ εἴδους, ὅμοιος, λίθοι Τίμ. Λοκρ. 99D. 3) παρ᾿ Ἀριστ., τὰ ὁμογενῆ, τὰ ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους, ἐπὶ ζῴων, συγγενῆ, π. Ζ. Γεν. 1. 1, 4, κ. ἀλλ. ἢ ἐπὶ ἐννοιῶν κτλ., ἐν σχέσει πρὸς λογικὴν διαφοράν, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους ἐννοιῶν, Ἀριστ. Κατηγ. 6, 13, κ. ἀλλ.· ― μετὰ γεν., ὁμογενῆ τῶν ἐναντίων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 7, 11 ΙΙ. ὁμογενής δ᾿ ἀφ᾿ ὧν αὐτὸς ἔφυν, κοινὸν γένος ἔχων τούτους ἀφ᾿ ὧν αὐτὸς ἔφυν, κατ᾿ ἄλλους ἐνεργητ. = ὁμοῦ γεννῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1361 (ἔνθα ὁ Meineke προτείνει ὁμολεχής), ἴδε σημ. Jebb.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμογενής, -ές)
1. αυτός που προέρχεται από το ίδιο γένος, την ίδια φυλή ή την ίδια οικογένεια, αυτός που έχει κοινή καταγωγή με άλλον, ομοεθνής
2. αυτός που έχει τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά με άλλον
νεοελλ.
1. ομοιογενής, ομοιόμορφος
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ), ο, η ομογενής
Έλληνας εγκατεστημένος στο εξωτερικό
3. φυσ.-χημ. (για χημικά στοιχεία ή ενώσεις) αυτός που σε όλα του τα σημεία έχει τις ίδιες φυσικές και χημικές ιδιότητες
4. φυσ. (για μαγνητικό ή ηλεκτρικό πεδίο) αυτός του οποίου η ένταση έχει παντού την ίδια τιμή
5. φρ. «ομογενής αντίδραση»
χημ. αντίδραση που πραγματοποιείται σε μία μόνη φάση, αέρια, υγρά ή στερεά, σε αντιδιαστολή με την ετερογενή, η οποία συντελείται σε περισσότερες από μια φάσεις
αρχ.
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο εξ αίματος συγγενής
2. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμογενής
φιλικό πρόσωπο
4. φρ. «ὁμογενῆ μιάσματα» — φόνος μέσα σε μια οικογένεια (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γενής (< γένος), πρβλ. μονογενής, πολυγενής].
Greek Monotonic
ὁμογενής: -ές (γίγνομαι),·
I. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή ή οικογένεια, σε Ευρ.· ὁμ. μιάσματα, λέγεται για αιματοχυσία ανάμεσα σε μέλη της ίδιας οικογενείας, στον ίδ.· επίσης ως ουσ., ὁμογενής τινος, συγγενής κάποιου, στον ίδ.
II. Ενεργ., αυτός που έχει την ίδια σύζυγο με κάποιον άλλο, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὁμο-γενής, ές γίγνομαι
I. of the same race or family, Eur.; ὁμ. μιάσματα, of bloodshed in a family, Eur.:— also as substantive, ὁμογενής τινος one's congener, Eur.
II. act. having the same wife, Soph.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὁμοῦ + γένος τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὁμός.