ταχυγλωσσία
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Greek Monolingual
η, Ν ταχύγλωσσος
1. το να μιλά κανείς γρήγορα
2. ιατρ. ταχυφημία.
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
η, Ν ταχύγλωσσος
1. το να μιλά κανείς γρήγορα
2. ιατρ. ταχυφημία.