ταχύτατος

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / ταχύτατος, -άτη, -ον, ΝΜΑ
(υπερθ. τ.) βλ. ταχύς.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύτατος: Pind. = τάχιστος.