τεθωρακισμένος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
φρ. «τεθωρακισμένα οχήματα» ή απλώς «τεθωρακισμένα»
στρ. εξοπλισμένα αυτοκινούμενα οχήματα μάχης που είναι καλυμμένα με θωράκιση (α. «ελαφρά τεθωρακισμένα» β. «τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού» γ. «τεθωρακισμένα οχήματα μάχης»)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τ. μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. θωρακίζω.
English (Woodhouse)
(see also: θωρακίζω) armed with a breast-plate, clad in coat of mail