θωράκιση
From LSJ
Greek Monolingual
ἡ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του θωρακίζω, η επένδυση με θώρακα, η εξόπλιση
2. συνεκδ. οι πλάκες του θώρακα, ο θώρακας πλοίου, πυροβολείου, αυτοκινήτου η άλλων χώρων και οχημάτων
3. (ηλεκτρολ.) μέθοδος παρεμπόδισης της διάδοσης ηλεκτρικών ή μαγνητικών πεδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θωρακίζω. Ο τ. θωράκισις μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].