τειχουργία

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

ἡ, Μ
κατασκευή τειχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -ουργία (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. στιχουργία].