τελεσσίμορος
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που φέρνει τον θάνατο («τελεσσίμορος ἠώς» — η ημέρα του θανάτου, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + -μορος (< μόρος), πρβλ. ἀλεξί-μορος, με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].