τεμνόδους

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

-οντος, ο, Ν
ζωολ. παλαιά ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων της οικογένειας σκομβρίδες, κν. γουφάρι ή πηδητής.