τεράτισμα

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek (Liddell-Scott)

τεράτισμα: [ᾰ], τό, = τέρας, Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 24· ὡσαύτως τερᾰτισμός, οῦ, ὁ, Ἰω. Λυδ. π. Διοσημιῶν 4.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
θεϊκό σημάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ισμα, πιθ. μέσω αμάρτυρου τερατίζω].