τεριέ

Greek Monolingual

και τερριέ, το, Ν
άκλ. φυλή κυνηγετικών κυρίως σκύλων με μακριά και πλατιά αφτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. terrier «σκυλί της γης» (< λατ. terra «γη»)].