τερμιτόξενος

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για έντομα) ο τερμιτόφιλος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τερμιτόξενοι
ζωολ. οι τερμιτόφιλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τερμίτης + ξένος.