τερμιτόξενος

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για έντομα) ο τερμιτόφιλος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τερμιτόξενοι
ζωολ. οι τερμιτόφιλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τερμίτης + ξένος.