τερπωλός

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek (Liddell-Scott)

τερπωλός: -ή, -όν, = τερπνός, τὸ ἐν αὐτῷ (τῷ θεωρητικῷ βίῳ) τερπωλὸν Ὠριγέν. τ. 3, σ. 563C.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τερπωλή
1. τερπνός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερπωλόν
τέρψη, ευχαρίστηση.