τεσσαρακοστή

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
εκκλ. η σαρακοστή
αρχ.
1. (στη Χίο) νομισματική μονάδα
2. (ενν. μοῖρα) φόρος στο ένα τεσσαρακοστό φορολογητέας ποσότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. τεσσαρακοστός].

Russian (Dvoretsky)

τεσσᾰρᾰκοστή:
1 сороковка (мелкая монета на о-ве Хиос) Thuc.;
2 налог в одну сороковую часть стоимости, т. е. 2.5% -ый Arph.